Παιδεία και πρόσωπο στη στωική τέχνη του βίου
Παιδεία και πρόσωπο στη στωική τέχνη του βίου
της
Χριστίνας Κούρφαλη
«Διὰ
τοῦτο μάλιστα παιδείας δεόμεθα,
ὥστε
μαθεῖν τοῦ εὐλόγου καὶ ἀλόγου πρόληψιν
ταῖς ἐπί μέρους οὐσίαις ἐφαρμόζειν συμφώνως τῇ
φύσει»[1]
Επίκτητος
Διατριβές 1.2.6.
Ποια η
στάση μου απέναντι στην αδικία; Είμαι ευγενικός ή οξύθυμος στις συναναστροφές
μου; Τι επιλέγω ως διασκέδαση, ως απασχόληση, ως διατροφή; Οι απαντήσεις σε
παρόμοια ερωτήματα περιγράφουν την ταυτότητα του προσώπου μου.
Πρόσωπο
μπορούμε να ονομάσουμε τη διακριτή ατομικότητα, η οποία διαθέτει ένα σύνολο
χαρακτηριστικών και έναν τρόπο ζωής που την καθιστά ιδιαίτερη και μοναδική. Κατά
τους Στωικούς, η ατομικότητα αυτή δεν είναι έμφυτη, αλλά οικοδομείται πάνω σε
μια βάση. Ο Παναίτιος, προσπαθώντας
να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο οικοδομείται το πρόσωπο, μελετά την έννοια
του προσώπου και εντοπίζει τη βάση τής οικοδόμησής του στα φυσικά μας προσόντα:
Ο άνθρωπος εκ φύσεως διαθέτει δύο πρόσωπα («personas»): το ένα είναι το κοινό, αυτό που είναι ίδιο για
όλους τους ανθρώπους και τον καθιστά διαφορετικό από τα ζώα, ο λόγος· είναι η πηγή κάθε ηθικής ομορφιάς
και αρμονίας και η βάση της λογικής αποκάλυψης των καθηκόντων μας. Το άλλο είναι
το ατομικό, αυτό που τον διαφοροποιεί από τους άλλους ανθρώπους, γιατί μεταξύ
των ανθρώπων υπάρχουν σωματικές […] και πνευματικές διαφορές […].
Για να εξασφαλίσει ο καθένας την αρμονία που
ψάχνει, θα πρέπει να στηριχθεί κυρίως στα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά. Όχι
όμως στα κακά, αλλά σ’ εκείνα που είναι σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση εν γένει
και με τη δική του, την ιδιαίτερη φύση του […]. Γιατί είναι μάταιο να
αναζητούμε κάτι που δεν μπορούμε να πετύχουμε. Καλύτερα να ξεκινάμε λοιπόν από
αυτό που ταιριάζει σ’ εμάς και όχι στους άλλους […].
Επομένως,
ο καθένας θα όφειλε να ανακαλύψει την ιδιαίτερη ποιότητά του (ingenium suum), και να μετατραπεί ο ίδιος σ’ έναν αυστηρό κριτή
των δυνατοτήτων του και των αδυναμιών του […]. Γιατί μπορούμε να δουλέψουμε πιο
αποτελεσματικά με αυτά που είμαστε κατάλληλα φτιαγμένοι [2].
Το κοινό και το ατομικό, λοιπόν, πρόσωπο
αποτελούν, κατά τον Παναίτιο, τη βάση για να οικοδομήσει ο καθένας τη δική του
προσωπικότητα, ένα διακριτό πρόσωπο. Επισημαίνει όμως στη συνέχεια ότι στη ζωή:
Η αναγκαιότητα μας οδηγεί να υιοθετήσουμε ρόλους που δεν έχουν σχέση με την
ιδιαίτερη ποιότητά μας, (και γι’ αυτό) οφείλουμε να προσαρμόσουμε όλη μας
τη φροντίδα, όλη μας τη σκέψη και την ευφυΐα για να τους εκπληρώσουμε, αν όχι
όπως πρέπει, τουλάχιστον όσο γίνεται καλύτερα […]. Έτσι
προστίθεται στα δύο μας πρόσωπα [ένα τρίτο], εκείνο που οι περιστάσεις και η
εποχή μάς επιβάλλουν, αλλά και ένα τέταρτο που εμείς φτιάχνουμε ανάλογα με τις αποφάσεις
(iudicio nostro) που
παίρνουμε.
Η
διακυβέρνηση του κράτους, η αρχηγία του στρατού, η ευγενική καταγωγή, ο πλούτος
εξαρτώνται από τις περιστάσεις και διευθύνονται από την εποχή. Αλλά το πρόσωπο
που θέλουμε να έχουμε εξαρτάται από τη δική μας θέληση (a nostra voluntate). Από
εδώ προκύπτει ότι ορισμένοι αποφασίζουν να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία, άλλοι με
το δίκαιο, άλλοι με τη ρητορεία· οι άνθρωποι διαφέρουν ανάλογα με τις αρετές
στις οποίες προτιμούν να ξεχωρίσουν […]. Επομένως, οφείλουμε να αποφασίσουμε
ποιοι και τι λογής θέλουμε να είμαστε, αλλά και τι λογής ζωή θέλουμε να ζήσουμε·
και αυτό είναι η πιο δύσκολη αναζήτηση από όλες.
Στο παραπάνω κείμενο ο Παναίτιος προσδιορίζει
ακριβώς την περιοχή της δικής μας ευθύνης στη διαμόρφωση του προσώπου. Τα
δύο πρώτα πρόσωπα ανήκουν στη φύση μας: ο κοινός σε όλους λόγος και η ιδιαίτερη ποιότητά
μας. Το τρίτο πρόσωπο είναι οι ρόλοι που υιοθετούμε ως κοινωνικά όντα. Αυτά τα
τρία πρόσωπα, έτσι ή αλλιώς, μας
επιβάλλονται είτε από τη φύση είτε από την κοινωνία και την εποχή. Το τέταρτο,
όμως, το οποίο οικοδομούμε πάνω στα τρία προηγούμενα, είναι αυτό που μπορούμε
να διαπλάσουμε μόνοι μας με τις αποφάσεις μας. Γι’ αυτό οφείλουμε συνειδητά να το επιλέξουμε και να το έχουμε
ως πρότυπο.
Στην
Αρχαιότητα η επιλογή ενός ανάλογου προτύπου δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο σήμερα. Σήμερα
προσπαθούμε μόνοι μας να συλλάβουμε το ιδανικό πρόσωπο και τον συνακόλουθο ιδανικό
τρόπο ζωής, και συνήθως αποτυγχάνουμε, επειδή αδυνατούμε να πλάσουμε κάτι τόσο
ολοκληρωμένο ή επειδή τα παραδοσιακά πρότυπα που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε
έχουν αμφισβητηθεί και κλονισθεί. Στην Αρχαιότητα όμως, κάθε σχολή προέβαλλε το
δικό της πρότυπο και οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ποιο τους
εξέφραζε. Εγγράφονταν μάλιστα στη σχολή μόνο αν επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τα
πρότυπά της.
Επιθυμία που δεν αποτυγχάνει (ὄρεξιν ἀναπότευκτον), αποστροφή που δεν περιπίπτει σ’ αυτά
που αποστρέφεται (ἔκκλισιν
ἀπερίπτωτον), ορμή
προς αυτά που ταιριάζει να γίνουν (ὁρμὴν καθήκουσαν), πρόθεση που προέκυψε μετά από επιμελή
έλεγχο (πρόθεσιν
ἐπιμελῆ), συγκατάθεση με περίσκεψη (συγκατάθεσιν
ἀπρόπτωτον»[3].
Αυτό το πρόσωπο επαγγέλλεται ο Επίκτητος ότι
μπορούν να διαπλάσουν στη σχολή του οι σπουδαστές. Είναι το πρόσωπο που βιώνει
το στωικό ιδανικό του ευδαίμονα βίου, ενός βίου που για τους Στωικούς δεν διαθέτει
σχετική, αλλά απόλυτη αλήθεια και αναλλοίωτη αξία.
Αλλά, ποια
είναι τα χαρακτηριστικά του ευδαίμονα βίου;
Γαλήνη
και διαρκής ηρεμία, απαντά ο
Σενέκας[4].
Και διευκρινίζει:
Εκείνο
που επιδιώκουμε είναι με ποιον τρόπο το πνεύμα θα ακολουθεί
πάντοτε μια σταθερή και ούρια διαδρομή, πώς θα είναι ικανοποιημένο με τον εαυτό
του, πώς θα βλέπει με χαρά την υπόστασή του και η χαρά του αυτή δε θα
διακόπτεται, αλλά το ίδιο θα εξακολουθεί να παραμένει πάντοτε ήρεμο, χωρίς ούτε
εξάρσεις ούτε καταποντισμούς. Αυτή ακριβώς η κατάσταση ονομάζεται γαλήνη[5].
Αυτή τη
γαλήνη αποκαλούν οι Στωικοί και απάθεια
και αυτόν που τη βιώνει σοφό ή «σπουδαῖον». Ο Κικέρων[6] υποστηρίζει
ότι ο σοφός δεν πράττει τίποτε που να μπορεί να τον στεναχωρήσει, αντίθετο στη
θέλησή του, και δεν ταράζεται από κανένα συμβάν, επειδή τάχα ήταν απρόσμενο και
παράξενο. Αποδέχεται όσα συμβαίνουν, όπως συμβαίνουν, και εναρμονίζει ως προς
αυτά τις κρίσεις του.
Αυτή η
αρμονία ανάμεσα στον λόγο και την πράξη θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί την
πλήρη έκφραση της ευδαιμονίας. Πρόκειται για μια αρραγή ενότητα, για μια
κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος δεν βασανίζεται από διλήμματα και διχασμούς,
γιατί ο λόγος και η πράξη του συμβαδίζουν. Έτσι, δεν βιώνει ενοχές και
απογοητεύσεις· μόνο μια σταθερή εσωτερική γαλήνη, μιαν απάθεια.
Η έννοια
της απάθειας δεν γίνεται αντιληπτή
από τους Στωικούς ως αδιαφορία, όπως σήμερα. Πρέπει να την καταλάβουμε ως απουσία
παθών, όπως δηλώνει και η ετυμολογία της
λέξης. Και την έννοια πάθος πρέπει να
την αντιληφθούμε ως κυριαρχική σκέψη που δεν επιτρέπει τον νου να σκέφτεται
ελεύθερα, τον αναστατώνει και τον ακυρώνει.
Ως κύρια
πάθη οι Στωικοί αναγνώριζαν τον φόβο, την επιθυμία, την ηδονή και τη λύπη. Δεν
θεωρούσαν πάθη όλα τα συναισθήματα, γι’ αυτό και ο στωικός σοφός δεν θεωρείται
απαλλαγμένος από αυτά. Ο στωικός σοφός, βεβαίως, δεν βιώνει πάθη, αλλά ευπάθειες˙ όλα εκείνα τα συναισθήματα που επιτρέπουν και
διευκολύνουν τη σκέψη. Ως κύριες ευπάθειες θεωρούνταν η χαρά, η επαγρύπνηση και
η βούληση.
Αυτά τα
συναισθήματα είναι σταθερά και διαρκή, γιατί δεν έχουν τις αφορμές τους σε
γεγονότα και πράγματα εξωτερικά, τα οποία διέπονται από νόμους ανεξάρτητους από
την ανθρώπινη βούληση. Είναι συναισθήματα που ταυτίζονται με την ίδια την
έλλογη διάθεση του ανθρώπου και είναι αρμονικά μ’ αυτήν. Δεν χαίρεται ο σοφός
επειδή κάτι καλό του συμβαίνει, αλλά επειδή σταθερά βιώνει το συναίσθημα της
χαράς. Τα εξωτερικά γεγονότα δεν επηρεάζουν τη σταθερότητα της ευφρόσυνης
διάθεσής του.
Το στωικό,
λοιπόν, πρόσωπο είναι αυτό που ενσαρκώνει την απάθεια και την ευπάθεια,
τη γαλήνη και τη δημιουργικότητα. Και αυτό αποτελεί το αντικείμενο της στωικής τέχνης
του βίου.
Ποιος όμως
είναι, κατά τους Στωικούς, ο καλλιτέχνης του βίου αυτού; Ποια η ταυτότητά του;
Στη scala
naturae ο άνθρωπος ανήκει στα ζώα, όχι όμως στα άλογα ζώα. Οι Στωικοί
προσέδιδαν στην ανθρώπινη φύση μια ιδιότητα που συνιστά την ουσιώδη διαφορά της
από εκείνα: ενώ εκείνα ενεργούν απαρέγκλιτα σύμφωνα με τη φύση τους, ο άνθρωπος
ενεργεί σύμφωνα με τον λόγο, εύλογα[7].
Ο άνθρωπος, δηλαδή, πριν πράξει, αποφασίζει τι θα πράξει, επιλέγει.
Ο Επίκτητος
ονομάζει αυτό το ανθρώπινο χαρακτηριστικό προαίρεση
και το ταυτίζει με τον εαυτό. Το λέει ξεκάθαρα: «Σκέψου ποιος είσαι. Πρώτα
είσαι άνθρωπος, δηλαδή, κάποιος που τίποτε δεν έχει πιο σημαντικό από την προαίρεση»[8]. Και
αλλού: «Προαίρεση είσαι»[9],
ή απευθυνόμενος σ’ ένα νεαρό και επιπλήττοντάς τον για την εμφάνισή του: «Δεν
είσαι κρέας ούτε τρίχες, αλλά προαίρεση»[10].
Η προαίρεση ορίζεται από την Αρχαία Στοά
ως «αἵρεσις πρὸ αἱρέσεως»[11],
δηλαδή ως επιλογή ενός πράγματος αντί ενός άλλου ή μιας πράξης αντί μιας άλλης[12]
και αφορά στην απόφαση που παίρνουμε σχετικά με αυτό που θεωρούμε καλό ή κακό·
είναι το «ναι» ή το «όχι» που λέμε στις προκλήσεις της ζωής.
Υπό αυτήν
την έννοια ο όρος προαίρεση είναι
κοντά στην έννοια της συγκατάθεσης, η
οποία, στη στωική φιλοσοφία, δηλώνει επίσης τη συναίνεση, αλλά κυρίως στις
προκλήσεις των αισθήσεων είτε είναι εξωτερικές είτε εσωτερικές· αφορά
περισσότερο στις εντυπώσεις μας, που οι Στωικοί αποκαλούν φαντασίες, και όχι στην κρίση μας για το καλό και το κακό. Έτσι,
και η συγκατάθεση αποτελεί εκδήλωση
του εαυτού, γιατί εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν[13] αν θα αποδεχθεί
ή όχι την εντύπωση ως αληθινή[14].
Άρα, στη
στωική φιλοσοφία, αυτό που λέμε εαυτό
δεν είναι παρά η προαίρεση, όσον
αφορά στο καλό και το κακό, και η συγκατάθεση,
όσον αφορά στο ορθό ή το λανθασμένο.
Αυτός ο
εαυτός που λέει το «ναι» ή το «όχι» μπορεί να γίνει, κατά τους Στωικούς,
πραγματικά ελεύθερος και αήττητος. Γιατί, όταν επιλέγω κάτι, κανείς δεν μπορεί
να αλλάξει την επιλογή μου, αν εγώ δεν το θελήσω. Η προαίρεση από τη φύση της μπορεί να είναι ελεύθερη και ανεμπόδιστη[15],
αξιόπιστη και αναφαίρετη[16].
Αλλά ο
τύραννος θα με δέσει. –Τι θα σου δέσει; –Το πόδι. –Αλλά θα μου κόψει. –Τι θα
σου κόψει; –Τον λαιμό. –Τι δεν θα δέσει, λοιπόν, και δεν θα κόψει; Την
προαίρεση. Γι’ αυτό προέτρεπαν οι παλιοί “Γνῶθι σαυτόν” (Επίκτητος Δ.
1.18.17).
Η αυτογνωσία,
κατά τους Στωικούς, κατακτιέται μέσα από την παιδεία. Και ως παιδεία
αντιλαμβάνονταν τη μάθηση και την άσκηση.
Η μάθηση
αφορούσε την επιστήμη, που οι Στωικοί τη διαιρούσαν σε Λογική, Φυσική και
Ηθική. Η διαίρεση ήταν συμβατική και εξυπηρετούσε τη διδασκαλία. Στην ουσία η
γνώση γινόταν αντιληπτή ως γνώση του λόγου. Και ως γνώση του λόγου δεν την
θεωρούσαν άλλη από την αρετή. Γιατί η αρετή αποτελεί έκφανση του ίδιου του
λόγου· είναι λόγος σε αρμονία με τον εαυτό του («ὁμολογούμενος»), σταθερός και
αμετακίνητος. Νοείται και ως ολοκλήρωση («τελείωσις»)[17] του ἐν ἡμῖν
λόγου.
Όταν όμως γίνει κανείς ενάρετος, γίνεται και
ευδαίμων, εφόσον η ευδαιμονία ορίζεται από τον Ζήνωνα ως «ὁμολογουμένως ζῆν»[18],
δηλαδή να ζει κανείς σύμφωνα με τον λόγο, αρμονικά μ’ αυτόν· γιατί αυτοί που
ζουν ενάντια στον λόγο, που αποτελεί την αλήθεια η οποία διέπει τη φύση, δεν
διαθέτουν αυτογνωσία και, επομένως, ζουν στη δυστυχία.
Η μάθηση,
λοιπόν, είναι σημαντική καθώς μόνο μέσα από τη γνώση μπορούμε να γίνουμε
ενάρετοι και μόνο μέσα από την αρετή ευτυχισμένοι. Ακόμη και όταν πράττουμε το
καλό χωρίς να το γνωρίζουμε, όπως οι πρωτόγονοι, δεν μπορούμε να είμαστε
ενάρετοι και ευδαίμονες:
Οι
άνθρωποι εκείνοι (οι πρωτόγονοι) ήταν αθώοι από άγνοια. Άλλο πράγμα όμως να μην
κάνεις το κακό επειδή δεν θέλεις και άλλο επειδή δεν ξέρεις· η διαφορά είναι
πολύ μεγάλη. Οι άνθρωποι εκείνοι δεν ήξεραν τι είναι δικαιοσύνη (iustitia), τι
είναι φρόνηση (prudentia), τι είναι εγκράτεια (temperantia), τι είναι ανδρεία
(fortitudo). Η τραχιά ζωή τους είχε βέβαια κάποια στοιχεία που έμοιαζαν με
όλες αυτές τις αρετές· αλλά η αρετή δεν φτάνει στην ψυχή, παρά μόνο μέσω της
διδαχής, της παιδείας και της συνεχούς και επίμονης άσκησης (exercitatione)
που οδηγεί στην ηθική τελειότητα. Η αρετή είναι ο σκοπός της ζωής μας, αλλά
γεννιόμαστε χωρίς αυτήν. Έτσι, ακόμη και στους καλύτερους ανθρώπους, προτού
τους εκπαιδεύσεις, δεν υπάρχει παρά μόνο η πρώτη ύλη της αρετής· η ίδια η αρετή
δεν υπάρχει[19].
Η μάθηση, λοιπόν, η κατάκτηση των «λόγων»,
είναι για τη στωική φιλοσοφία ο πρώτος δρόμος που θα πάρουμε για να φθάσουμε
στην αρετή. Πώς όμως θα καταφέρουμε η γνώση αυτή να γίνει σταθερό κτήμα μας και
να προκαλέσει και μια σταθερή αντίστοιχη συμπεριφορά εκ μέρους μας;
Η αρετή, έλεγε ο
Μουσώνιος, δεν είναι μόνο θεωρητική, αλλά
και πρακτική γνώση, όπως η ιατρική και η μουσική. Όπως ο γιατρός και ο μουσικός
δεν οφείλουν μόνο να κατέχουν τις αρχές της τέχνης τους, αλλά επίσης να έχουν
ασκηθεί να πράττουν σύμφωνα με τις αρχές, έτσι και όποιος θέλει να είναι
άνθρωπος ενάρετος δεν πρέπει μόνο να έχει κατακτήσει σε βάθος όλες τις γνώσεις
που οδηγούν στην αρετή, αλλά επίσης να έχει ασκηθεί πάνω σ’ αυτές τις γνώσεις
με ζήλο και μόχθο.
[…] Και
αυτός που θεωρεί καλό να φιλοσοφεί πρέπει να ασκείται περισσότερο από αυτόν που
έχει στόχο την ιατρική ή κάποια παρόμοια τέχνη, εφόσον μάλιστα η φιλοσοφία
είναι κάτι μεγαλύτερο και πιο δύσκολο στην πρακτική από κάθε άλλη ενασχόληση.
Και πράγματι, αυτοί που έχουν στόχο άλλες τέχνες κατευθύνονται εκεί, χωρίς να
έχουν την ψυχή διεφθαρμένη και χωρίς να έχουν μάθει αντίθετα πράγματα από ό,τι
θέλουν να μάθουν. Αλλά αυτοί που επιχειρούν να φιλοσοφήσουν είναι ήδη πολύ
διεφθαρμένοι και γεμάτοι από ελαττώματα, γι’ αυτό επιδιώκουν την αρετή, και
έτσι, από αυτή την άποψη, έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για άσκηση[20].
Στη στωική
τέχνη του βίου η άσκηση είναι το
κλειδί της μεταμόρφωσης του φιλόσοφου σε σοφό. Ήδη από την Αρχαία Στοά ο
Αρίστων ο Χίος[21]
είχε επισημάνει την ανάγκη για άσκηση ως ένα είδος μάχης ενάντια στα ανθρώπινα
πάθη, αλλά και ο Επίκτητος (Δ. 2.18.1-4)
έλεγε στους μαθητές του:
Κάθε
συνήθεια και ικανότητα στηρίζεται και ενισχύεται από τις αντίστοιχες πράξεις,
δηλαδή η ικανότητα του βαδίσματος ενισχύεται από το περπάτημα, η ικανότητα του
τρεξίματος από το τρέξιμο. Αν θέλεις να είσαι καλός αναγνώστης, διάβαζε […] Σε
γενικές γραμμές, λοιπόν, αν θέλεις να κάνεις κάτι, κάνε το συνήθεια.
Οι
εκπαιδευόμενοι στη σχολή του Επίκτητου ασκούνταν από νωρίς το πρωί μέχρι το
βράδυ και μερικές φορές και τη νύκτα, γιατί ο Επίκτητος θεωρούσε πως για να
κατακτήσουν την αρετή έπρεπε να ασκούνται πολύ και συνεχώς[22].
Προσέρχονταν στη σχολή για δύο λόγους: να μάθουν και να ασκηθούν[23].
Συνοψίζοντας λοιπόν: Η στωική ταυτότητα πλάθεται
από ένα υποκείμενο που αποδέχεται ως ιδανικό το στωικό πρότυπο ζωής και χρησιμοποιεί
ως εργαλείο διάπλασης τη φρόνιμη προαίρεση. Η φρόνιμη προαίρεση κερδίζεται μέσα
από την παιδεία, τη μάθηση και την άσκηση.
Είναι
φανερό όμως ότι η πορεία μας προς την ολοκλήρωση του προσώπου είναι «ἐφ’ ἡμῖν»,
εξαρτάται μόνο από μας, εάν εμείς διαθέτουμε θέληση. Είναι μια περιπέτεια, στην
οποία ο καθένας εμπλέκεται από μόνος του, επειδή το επιλέγει. Γιατί σε τελική
ανάλυση, εμείς αποφασίζουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε και τι λογής ζωή θέλουμε
να ζούμε.
[1] «Για τον λόγο
αυτό κυρίως χρειαζόμαστε παιδεία, για να μαθαίνουμε πώς να εφαρμόζουμε στα
επιμέρους πράγματα τις γενικές ιδέες για το εύλογο και το παράλογο σύμφωνα με
τη φύση».
Σημειώνεται ότι οι μεταφράσεις των πηγών, όταν δεν αναγράφεται το όνομα του
μεταφραστή, γίνονται από τη συντάκτρια του άρθρου.
[2] Long A. A. &
D. N. Sedley, The Hellenistic Philosophers, Cambridge University Press,
Cambridge 1987, τόμ.
1ος,
Translations of the principal sources, with philosophical commentary & τόμ. 2ος, Greek and Latin
texts with notes and bibliography, [στο εξής LS] 66E.
[3] Επίκτητος Διατριβές [στο εξής Δ.] 2.8.29.
[4] LS 63F1.
[6] LS 63M.
[7] von Arnim H. F. A., Stoicorum Veterum Fragmenta (τόμ. 1ος, Zeno et Zenonis discipuli, 1905¹,
τόμ.
2ος, Chrysippi Fragmenta Logica et Physica, 1903¹, τόμ.
3ος, Chrysippi Fragmenta Moralia, Fragmenta Successorum Chrysippi, 1903¹, τόμ.
4ος, Quo Iudices Continentur, εκδ. M. Adler, 1924¹), K. G. Saur, München / Leipzig 2004 [στο εξής SVF], 1.230.
[10] Επίκτητος Δ.
3.1.40.
[12] Η πρόθεση «πρό» έχει μάλλον τη σημασία της συγκριτικής
προτίμησης (συγκρίνω δύο πράγματα και προτιμώ το ένα από αυτά) και όχι της
χρονικής προτεραιότητας.
[14] Και ο Επίκτητος (Δ. 1.17.21-22) υποστηρίζει ότι η προαίρεση έχει την έδρα της στη συγκατάθεση.
[15] Επίκτητος Δ.
2.15.1.
[16] Επίκτητος Δ.
3.26.23.
[17] Διογένης Λαέρτιος 7.90.
[22] «Οὐκ ἔστιν ἀναπότευκτον σχεῖν τὴν ὄρεξιν καὶ
τὴν ἔκκλισιν ἀπερίπτωτον ἄνευ μεγάλης καὶ συνεχοῦς ἀσκήσεως», Επίκτητος Δ. 3.12.5.